λουστραρίζω

λουστραρίζω
λουστράρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού λουστράρω, σχηματισμένος από τον αόρ. ἐλουστράρησα (πρβλ. λουστράρω, ἐλουστράρησα: λουστραρίζω), που συνέπιπτε με τον αόρ. -ισα ρημάτων με ενεστ. σε -ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λουστραρίζω — λουστράρισα, λουστραρισμένος, και λουστράρω λούστραρα (λ. ιταλ.), γυαλίζω, βερνικώνω: Ο επιπλοποιός λουστράρισε την τραπεζαρία μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λουστράρισμα — το [λουστραρίζω] επάλειψη με λούστρο, στίλβωμα, γυάλισμα …   Dictionary of Greek

  • λουστρίζω — λούστρισα, γυαλίζω, βερνικώνω, λουστραρίζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”